Translation glossary: misc

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 1-50 of 222
Next »
 
administration / administrative receivershipαναγκαστική/δικαστική/έκτακτη διαχείριση (+ περιουσίας εν χρεωκοπία) 
англійская → грэчаская   Бізнэс / камерцыя (агульнае)
affiantενόρκως καταθέτων 
англійская → грэчаская
arm\'s length (e.g. settlement)επί ίσοις όροις, υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, με πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς 
англійская → грэчаская   Эканоміка
authorshipπατρότητα 
англійская → грэчаская
ό.π.op. cit. / ibid. / Idem 
грэчаская → англійская
BA Hons. in Arts/Sciences; BEd Hons.πτυχίο ανθρωπιστικών επιστημών 
англійская → грэчаская
Bαθμός γάμου: A\'Marriage order: First 
грэчаская → англійская
Bεβαίωση απόδοσης ΑΦΜTIN assignment certificate
 
грэчаская → англійская   Юрыспрудэнцыя: падаткаабкладанне і мытня
c/o = care ofφροντίδα του/της, υπόψη του/της, φροντίδι του/της [συνήθως παραμένει αμετάφραστο] 
англійская → грэчаская
civil unionαστική ένωση / (ένωση αστικού χαρακτήρα) 
англійская → грэчаская
close-out margin rule, automatic margin close-outπρακτικής του αυτόματου περιθωρίου κλεισίματος θέσης / εκκαθάρισης 
англійская → грэчаская
compounding; compound interestανατοκισμός, σύνθετη κεφαλαιοποίηση, σύνθετος τόκος 
англійская → грэчаская   Фінансы (агульнае)
condominium associationένωση συνιδιοκτητών πολυκατοικίας 
англійская → грэчаская
deficiencyπρόσθετος φόρος 
англійская → грэчаская
designated/delegated officialαρμόδιος υπάλληλος 
англійская → грэчаская
Doctor of MedicineΠτυχίο Ιατρικής 
англійская → грэчаская
due diligenceδέουσα επιμέλεια 
англійская → грэчаская
foreclosureάσκηση δικαιώματος κατασχέσεως εξ υποθήκης 
англійская → грэчаская   Нерухомасць
grade passπροβιβάσιμος βαθμός 
англійская → грэчаская
informantπληροφορητής 
англійская → грэчаская
Κ.Π.Τ.Ε. = και περί τούτων εργαζόμενοιrelated workers 
грэчаская → англійская
ΚΑΕRevenue Code Number
 
грэчаская → англійская   Юрыспрудэнцыя: падаткаабкладанне і мытня
ρυμουλκούμενοdolly, trailer, semi-trailer 
грэчаская → англійская
ρυμουλκόtractor [US], tractor unit [UK], prime mover (vehicle) 
грэчаская → англійская
ΠΟΛ (Πολυγραφημένη Υπουργική Εγκύκλιος)Circular No. (POL) 
грэчаская → англійская
Προθεσμιακή κατάθεσηΤime deposit
 
грэчаская → англійская   Фінансы (агульнае)
ΠΣ = Παραγωγική ΣχολήOfficers Training School 
грэчаская → англійская
Τ.E.I.Technological Education Institute(s) 
грэчаская → англійская
Τ.Κ./Δ.Κ. ή Τ.Δ./Δ.Δ.Local Community/Municipal Community or Local Department/Municipal Department 
грэчаская → англійская
Τ.Α.Π. = τέλος ακίνητης περιουσίαςreal estate / real property tax 
грэчаская → англійская
Τ.Δ. (τοπικό διαμέρισμα)Local Administrative District 
грэчаская → англійская
ΤΚΣΤαμείο Κοινωνικής Συνοχής 
грэчаская → англійская
Τμήμα Ασφάλειας (Τ.Α.)Security Department 
грэчаская → англійская
Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη [Cyprus]Department of the Registrar of Companies and Official Receiver
 
грэчаская → англійская
Φ.Μ.Α. (Φόρος Μεταβίβασης Ακινήτου)Real Estate Transfer Tax 
грэчаская → англійская
Φ.Ε.Κ. (Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως)Official Government Gazette 
грэчаская → англійская
ΦΠρ = μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο στον πείρο του ημιρυμουλκούμενου (ΦΠρ)Maximum permissible load on the semi-trailer pin (MPr) 
грэчаская → англійская
ΦΠρ = μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο στον πείρο του ημιρυμουλκούμενου (ΦΠρ)Maximum permissible load on the semi-trailer pin (MPr) 
грэчаская → англійская
ΦΜΥ = φόρος μισθωτών υπηρεσιώνpayroll tax, wages tax, income tax 
грэчаская → англійская
ΦPR = μέγιστο επιτρεπόμενο φορτίο επί της πλάκας επικαθίσεωςmaximum permissible load on the fifth-wheel (coupling) 
грэчаская → англійская
α/α , α.α. , κ.α.α. = (και) αντ\\\' αυτούp.p. , pp. , per pro = per procurationem , per procura 
грэчаская → англійская
α/α οικ. μερ. = α/α οικογενειακής μερίδαςfamily record s/n 
грэчаская → англійская
αρ. πρωτ. οικ. = αριθμός πρωτοκόλλου οίκοθενinternal reference number 
грэчаская → англійская
αρθρωτό φορτηγόsemi-trailer truck, semitruck or semi, eighteen-wheeler, big rig, tractor-trailer [US], articulated lorry [UK] 
грэчаская → англійская
αρθρωτό φορτηγόsemi-trailer truck, semitruck or semi, eighteen-wheeler, big rig, tractor-trailer [US], articulated lorry [UK] 
грэчаская → англійская
αριθ. χρημ. καταλ. = αριθμός χρηματικού καταλόγουtax verification record 
грэчаская → англійская
αριθ. χρημ. καταλ. = αριθμός χρηματικού καταλόγουtax verification record 
грэчаская → англійская
αρτιότητεςbuildable plots 
грэчаская → англійская   Нерухомасць
αζημίωςwithout incurring any liability 
грэчаская → англійская
αμάξωμαframe, (car) body, chassis 
грэчаская → англійская
Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Пошук тэрмінаў
  • Замовы
  • Форумы
  • Multiple search