Mil veces lo he pensado y algunas veces lo he dicho ya: no hay que temer la uniformidad y la monotonía. La pasmosa facilidad de comunicaciones, los ferrocarriles, el telégrafo y el teléfono, que llevan a escape mercancías y personas de un extremo a otro de la tierra, y que transmiten y comunican el pensamiento y la palabra con la rapidez del rayo, no logran aún, ni lograrán nunca, identificarnos, desteñirnos, digámoslo así, y hacer que perdamos el sello característico de casta, lengua, nación y tribu que cada cual tiene. Se diría que para precavernos contra el roce, que pudiera limar y pulir las diferencias, nos armamos instintivamente de una virtud conservadora de lo castizo que persiste en el fondo, aunque superficialmente desaparezca.
Lo que llaman ahora high-life, o dígase aquella parte de la sociedad más rica, elegante y empingorotada, nos parece que debe ser cosmopolita, y sin embargo no lo es. Hombres y mujeres hablan en francés tan bien y a veces mejor que en español. Algunos chapurrean además la lengua inglesa y hasta la alemana. Cuando leen algo leen libros extranjeros porque de los indígenas se aburren, sin que nos empeñemos en dilucidar aquí si con razón o sin ella. Los caballeros, como no carezcan de metales preciosos o de los signos que los representan, se hacen traer de Londres trajes, caballos y coches, y las señoras se hacen traer de París vestidos y tocados. La cocina francesa hace que la española se olvide o se pervierta. Y por último, la costumbre del veraneo rara vez lleva a sus castillos y quintas a nuestros elegantes de ambos sexos, sino se los lleva a Francia, a Suiza, a Inglaterra, o a más hiperbóreas regiones. Cuando la guita es corta y no puede esparciarse el cimbel, debe volar por lo menos hasta Biarritz.
Pues bien: con todo eso, y a pesar de todo eso, nuestra high-life sigue siendo tan española como en lo antiguo, y no necesita el autor de comedias y de novelas, a fin de conservar el color local y nacional de sus personajes, buscarlos bajo las ínfimas capas sociales, o ir por ellos a las Batuecas o a los más esquivos, alpestres y recónditos lugares. | Χίλιες φορές το έχω σκεφτεί και κάποιες το έχω πει ήδη: δεν πρέπει να μας φοβίζει η ομοιογένεια και η μονοτονία. Η θαυμαστή ευκολία των μέσων συγκοινωνίας κι επικοινωνίας, οι σιδηρόδρομοι, ο τηλέγραφος και το τηλέφωνο, που εν ριπή οφθαλμού κουβαλούν πραμάτειες κι ανθρώπους από τη μια άκρη της γης στην άλλη, και που μεταδίδουν και μεταφέρουν τον λόγο και τον λογισμό με την ταχύτητα του φωτός, δεν έχουν καταφέρει ακόμη κι ούτε και πρόκειται ποτέ να καταφέρουν να μας κάνουν ταυτόσημους, να μας αποχρωματίσουν, ας πούμε, και να μας ξεγυμνώσουν από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον καθένα μας, όπως το γένος, η γλώσσα, το έθνος, η φυλή. Θα λέγαμε ότι για να οχυρωθούμε απέναντι σε κάθε «τριβή» που θα μπορούσε να λειάνει και ν’ απαμβλύνει τις διαφορές, οπλιζόμαστε ενστικτωδώς με την αρετή της διαφύλαξης των ειδοποιών μας στοιχείων, η οποία στο βάθος επιμένει, ακόμη κι αν εξαφανιστεί από την επιφάνεια. Αυτό που τώρα ονομάζουν «high-life» ή «αφρόκρεμα», δηλαδή εκείνη η κοινωνική κάστα των πλουσίων, εκλεπτυσμένων και ξιπασμένων, θεωρούμε πως πρέπει να είναι και κοσμοπολίτες, κι όμως δεν είναι. Άντρες και γυναίκες μιλούν τη Γαλλική το ίδιο καλά με την Ισπανική και μερικές φορές μάλιστα ακόμη καλύτερα. Μερικοί «κουτσομιλούν» επίσης την αγγλική γλώσσα, ακόμη και τη Γερμανική. Όταν διαβάζουν κάτι, διαβάζουν ξένα βιβλία γιατί τα εγχώρια τα βαριούνται, χωρίς να μπαίνουμε εδώ στη διαδικασία ν’ αναλύσουμε αν δικαίως ή όχι. Οι κύριοι, αφού δεν τους λείπουν τα πολύτιμα μέταλλα ή τα σύμβολα που τα αντιπροσωπεύουν, παραγγέλλουν από το Λονδίνο κουστούμια, άλογα κι αυτοκίνητα και οι κυρίες παραγγέλλουν από το Παρίσι φορέματα και στολίδια για την κόμη τους. Η γαλλική κουζίνα εξοβελίζει στη λήθη την ισπανική ή τη νοθεύει. Και τέλος, ο θεσμός του παραθερισμού σπάνια οδηγεί τους εκλεπτυσμένους μας και των δύο φύλων στα φρούρια και τις εξοχικές επαύλεις τους, αλλά τους πηγαίνει στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αγγλία ή σε βορινότερες περιοχές. Όταν δε το παραδάκι δεν αρκεί και δεν μπορούν ν’ ανοίξουν και πολύ τα φτερά τους, πρέπει να πετάξουν τουλάχιστον μέχρι τη Μπιαρίτζ (1). Ε, λοιπόν: μ’ όλα αυτά και παρόλ’ αυτά, οι «high-life» μας, εξακολουθούν να είναι όσο Ισπανοί ήταν και πριν, και δεν χρειάζεται ο κωμωδιογράφος και μυθιστοριογράφος, προκειμένου να διατηρήσει το τοπικό κι εθνικό χρώμα των χαρακτήρων του, να τους αναζητήσει στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα ή να τους γυρέψει στις Μπατουέκας (2) ή στα πιο απόμακρα, κακοτράχαλα κι απόκρυφα μέρη. 1 (Σ.τ.Μ.): Biarritz, αριστοκρατικό γαλλικό θέρετρο στα σύνορα Ισπανίας και Γαλλίας. 2 (Σ.τ.Μ.): Las Batuecas, εθνικός δρυμός της Ισπανίας.
|